- παντιέρα
- η знамя, флаг;
σηκώνω παντιέρα — а) восставать; — бунтовать; — б) выходить из повиновения, не подчиняться;
§ ο καθένας έχει την παντιέρα του — у каждого своя дорога
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σηκώνω παντιέρα — а) восставать; — бунтовать; — б) выходить из повиновения, не подчиняться;
§ ο καθένας έχει την παντιέρα του — у каждого своя дорога
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παντιέρα — η (λ. ιταλ.), σημαία κυρ. ναυτική· φρ., «Σήκωσε παντιέρα», επαναστάτησε. «Καθένας έχει τη δική του παντιέρα», ο καθένας ακολουθεί το δικό του δρόμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παντιέρα — η βλ. μπαντιέρα … Dictionary of Greek
μπαντιέρα — και παντιέρα, η (Μ μπαντιέρα και παντιέρα) σημαία, μπαϊράκι, λάβαρο νεοελλ. φρ. α) «σηκώνω μπαντιέρα» επαναστατώ, στασιάζω, εξεγείρομαι β) «ο καθένας έχει τη μπαντιέρα του» ο καθένας ακολουθεί τον δικό του δρόμο, ο καθένας κάνει αυτό που θέλει.… … Dictionary of Greek
σηκώνω — ΝΜ 1. υψώνω, μετακινώ από κάτω προς τα πάνω (α. «είχε πέσει κάτω και τό σήκωσα» β. «σηκώνω τὸ πινάκιν μου καὶ βλέπω τὸ σκουτέλιν», Θ. Πρόδρ.) νεοελλ. 1. καλώ ή αναγκάζω κάποιον καθιστό να αφήσει τη θέση του και να σταθεί όρθιος («τόν σήκωσα από… … Dictionary of Greek
σημαιοπλοίαρχος — ο, Ν ναυτ. προσωνυμία πλοιάρχων ξένης υπηκοότητας, κν. καπετάν ντε λα παντιέρα … Dictionary of Greek
Αντίπαρος — Νησί (38 τ. χλμ., 1.037 κάτ.) των Κυκλάδων στα δυτικά της Πάρου, από την οποία χωρίζεται με το Στενό της Α. Η ψηλότερη κορυφή του νησιού είναι ο Άγιος Ηλίας (308 μ.). Στο νησί βρίσκεται ο ομώνυμος οικισμός, γνωστός και ως Kάστρο. Πρόκειται για… … Dictionary of Greek
σηκώνω — σήκωσα, σηκώθηκα, σηκωμένος 1. υψώνω: Σήκωσε τα χέρια ψηλά. – Σήκωσαν ψηλά τις σημαίες. 2. βαστάω κάποιο βάρος ή μπορώ να το μεταφέρω: Μπορεί να σηκώσει μόνος του αυτό το τσουβάλι. – Σηκώνω το σταυρό του μαρτυρίου. 3. εγείρω, ξυπνάω κάποιον:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)